Παλάτι - online παζλ
Παλάτι
Το ανάκτορο ή παλάτι είναι ένα μεγάλο κτίριο στο οποίο κατοικεί ένας αρχηγός κράτους, όπως ένας αυτοκράτορας ή βασιλιάς (άναξ), ή ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος, όπως αρχιεπίσκοπος ή επίσκοπος. Η λέξη "παλάτι" προέρχεται από τη λατινική λέξη Palātium, δηλαδή την οικία του Αυγούστου στον Παλατίνο λόφο της Ρώμης. Το όνομα διατηρήθηκε και στη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη) για το ανάκτορο του Αυτοκράτορα, το οποίο λεγόταν Ιερόν Παλάτιον. Η εκδοχή της λέξης σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες είναι palais (γαλλ.), palace (αγγλ.), palazzo (ιταλ.), palacio (ισπαν.) palast (γερμ.) και ο όρος εφαρμόζεται για μία μεγάλη ιδιωτική κατοικία της αριστοκρατίας στην πόλη. Στην εποχή μας τα παλάτια, ως ιστορικά κτίρια, χρησιμοποιούνται ως κοινοβούλια, μουσεία, ξενοδοχεία ή γραφεία. Το παλάτι διαφέρει από το κάστρο, που είναι οχυρωμένο.
Η αγγλική λέξη προέρχεται από τα παλαιά γαλλικά palais (αυτοκρατορική κατοικία), από το λατινικό Palātium, το όνομα του Παλατίνου λόφου, ενός από τους λόφους της αρχαίας Ρώμης. Το αρχικό «παλάτιον» στον λόφο του Παλατίνου ήταν η έδρα της αυτοκρατορικής εξουσίας, ενώ το «καπιτώλιο» στον Καπιτωλίνο λόφο ήταν ο θρησκευτικός πυρήνας της Ρώμης. Πολύ μετά την ανάπτυξη της πόλης στους επτά λόφους, ο Παλατίνος παρέμεινε μια επιθυμητή για κατοίκηση περιοχή. Ο Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος ζούσε εκεί σε ένα επίτηδες μέτριο σπίτι, που ξεχώριζε από τα γειτονικά του μόνο από τις δύο δάφνες, που φυτεύτηκαν για να πλαισιώνουν την εξώπορτα, ως ένδειξη θριάμβου, που παραχωρήθηκε από τη Σύγκλητο. Οι απόγονοί του, ιδιαίτερα ο Νέρωνας με τον Χρυσό Οίκο (Domus Aurea), μεγέθυναν το κτίριο και τους χώρους του ξανά και ξανά, μέχρι που κατέλαβαν την κορυφή του λόφου. Η λέξη Παλάτιον έφτασε να σημαίνει την κατοικία του Αυτοκράτορα, και όχι τη γειτονιά στην κορυφή του λόφου.
Στη δυτική Ευρώπη το παλάτιο με την έννοια της «διακυβέρνησης» μπορεί να αναγνωριστεί σε μια παρατήρηση του Παύλου του Διάκονου, γράφοντας π. το 790 και περιγράφοντας γεγονότα της δεκαετίας του 660: «Όταν ο Γκρίμουαλντ ξεκίνησε για το Μπενεβέντουμ, εμπιστεύτηκε το παλάτι του στον Λούπο» (Historia Langobardorum, V.xvii). Ταυτόχρονα, ο Καρλομάγνος αναβίωνε συνειδητά τη ρωμαϊκή έκφραση στο «παλάτι» του στο Άαχεν, από το οποίο έχει απομείνει μόνο το παρεκκλήσιό του. Τον 9ο αι. το «παλάτι» υποδείκνυε τη στέγαση και της κυβέρνησης και ο συνεχώς ταξιδεύων Καρλομάγνος έκτισε δεκατέσσερα. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, το palas ήταν συνήθως εκείνο το μέρος ενός αυτοκρατορικού παλατιού (ή Kaiserpfalz), που στέγαζε τη Μεγάλη Αίθουσα, όπου διεξάγονταν οι κρατικές υποθέσεις. Συνέχισε να χρησιμοποιείται ως έδρα της κυβέρνησης σε ορισμένες γερμανικές πόλεις. Στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Γερμανίας οι ισχυροί ανεξάρτητοι εκλέκτορες έφτασαν να στεγάζονται σε ανάκτορα (Paläste). Αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη ότι η εξουσία ήταν ευρέως κατανεμημένη στην αυτοκρατορία: όπως και σε πιο συγκεντρωτικές μοναρχίες, μόνο η κατοικία του μονάρχη θα ήταν ένα παλάτιο.
Στη σύγχρονη εποχή, ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από αρχαιολόγους και ιστορικούς σε μεγάλες κατασκευές, που στέγαζαν συνδυασμένο ηγεμόνα, αυλή και γραφειοκρατία σε «πολιτισμούς του παλατιού». Σε ανεπίσημη χρήση, ο όρος "παλάτι" μπορεί να επεκταθεί σε μια μεγάλη κατοικία οποιουδήποτε είδους.